voluntarily Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply voluntarilyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/v/voluntarily.mp3{‘vɒlən,terılı} (Επίρρημα)● οικειοθελώς● εκουσίως Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση