volt Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply voltΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/v/volt.mp3{vəʋlt} (Ουσιαστικό)● ηλεκτρική μονάς● βόλτ● μονάδα ηλεκτρικής τάσης Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση