vogue Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply vogueΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/v/vogue.mp3{vəʋg} (Ουσιαστικό)● συρμός● μόδα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση