violet Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply violetΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/v/violet.mp3{‘vaıəlıt} (Ουσιαστικό)● μενεξές● ίο● ιόχρους● ιόχρους ακτίς● ιώδης ακτίς● βιολέτα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση