twinkle


twinkle
Προφορά

{‘twıŋkəl}

(Ουσιαστικό)
● ματιά
● ριπή οφθαλμού

(Ρήμα)
● βλεφαρίζω
● σπινθηρίζω
● ανοιγοκλείω τα βλέφαρα
● σπινθηροβολώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.