twine


twine
Προφορά

{twaın}

(Ουσιαστικό)
● νήμα εστριμμένο
● συστροφή
● σπάγγος

(Ρήμα)
● συστρέφομαι
● τυλίσσομαι
● τυλίσσω
● συστρέφω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.