tunnel Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply tunnelΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/tunnel.mp3{‘tʌnəl} (Ουσιαστικό)● σήραγγα● σήραγξ● υπόγειος δρόμος● τούνελ (Ρήμα)● κατασκευάζω σήραγγα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση