truancy Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply truancyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/truancy.mp3{‘tru:ənsı} (Ουσιαστικό)● σκασιαρχείο● αποφυγή του σχολείου● φυγοπονία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση