troop


troop
Προφορά

{tru:p}

(Ουσιαστικό)
● πλήθος
● ομάδα
● θίασος
● ίλη ιππικού

(Ρήμα)
● πηγαίνω ομαδικώς
● συμπορεύομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.