trip Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply tripΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/trip.mp3{trıp} (Ουσιαστικό)● ταξίδι● περιοδεία● παραπάτημα (Ρήμα)● σκοντάπτω● βαδίζω ελαφρώς● κάνω κάποιον να σκοντάψει Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση