trespass


trespass
Προφορά

{‘trespæs, ‘trespəs}

(Ουσιαστικό)
● παράβαση
● παράπτωμα

(Ρήμα)
● ειδέρχομαι παρανομώς
● εισέρχομαι παράνομα
● παραβαίνω
● καταπατώ
● αμαρτάνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.