trench


trench
Προφορά

{trentʃ}

(Ουσιαστικό)
● τάφρος
● χαράκωμα
● χαντάκι

(Ρήμα)
● σφετερίζομαι
● σκάπτω τάφρο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.