trek


trek
Προφορά

{trek}

(Ουσιαστικό)
● ταξίδι

(Ρήμα)
● ταξιδεύω με βωδάμαξαν
● ταξιδεύω βραδέως
● μεταναστεύω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.