treasure Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply treasureΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/treasure.mp3{‘treʒər} (Ουσιαστικό)● θησαυρός (Ρήμα)● θησαυρίζω● θεωρώ πολύτιμο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση