transaction


transaction
Προφορά

{træn’sækʃən}

(Ουσιαστικό)
● διεξαγωγή
● πράξη
● αγοραπωλησία
● δοσοληψία
● συναλλαγή
● συνδιαλλαγή

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.