trade


trade
Προφορά

{treıd}

(Ουσιαστικό)
● εμπόριο
● τέχνη

(Ρήμα)
● ανταλλάσσω
● συναλλάσσομαι
● εμπορεύομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.