touch Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply touchΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/touch.mp3{tʌtʃ} (Ουσιαστικό)● άγγιγμα● αφή● επαφή● μικρή ποσότης● μικρή ποσότητα (Ρήμα)● εγγίζω● αφορώ● συγκινώ● αγγίζω● ακουμπώ● άπτομαι Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση