toilette Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply toiletteΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/toilette.mp3{tɔı’let} (Ουσιαστικό)● καλλωπιστήριο● ιματισμός● καλλωπισμός● λούτρω● τουαλέτα● καμπίνες● αποχωρητήριο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση