tithing Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply tithingΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/tithing.mp3{‘taıðıŋ} (Ουσιαστικό)● προσφορά του ενός δέκατου του εισοδήματος υπέρ ευαγούς σκοπού Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση