αυτοτοξίνωση
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοτοξίνωση αυτός + τοξίνωση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοτοξίνωση
✦ (ιατρ.) κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δηλητηριάζεται από τοξικές ουσίες που παράγονται μέσα στο σώμα, ά. αυτοδηλητηρίαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–