ώχρα


ώχρα
Προφορά

Ετυμολογία
ώχρα αρχαία ελληνική ὤχρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ώχρα

✦ μεταλλική φυσική χρωστική ύλη με κίτρινο ή κόκκινο χρώμα, αποτελούμενη απο άργιλο, οξείδια του σιδήρου ή του μαγνησίου
✦ (συνεκδ.) ζωγραφικό έργο για τη φιλοτέχνηση του οποίου έχει χρησιμοποιηθεί ώχρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.