ύψιστος


ύψιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ύψιστος αρχαία ελληνική ὕψιστος, υπερθ. του ὑψηλός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ύψιστος -η, -ο

✦ ο πολύ ψηλός
✦ ο ευρισκόμενος στα ύψη, στον ουρανό (συνήθ. ως επίθ. του Θεού)
✦ μέγιστος, ανώτατος, σημαντικότατος: η ζωή είναι το ύψιστο αγαθό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.