ύστερ-


ύστερ-
Προφορά

Ετυμολογία
ύστερ- – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ύστερ-

✦ ως πρώτο συνθετικό λέξεων προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό την έννοια ότι αυτό γίνεται ύστερα, αργότερα από κάτι άλλο. Από τη λ. υστέρα (= μήτρα) πρώτο συνθετικό ιατρικών όρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.