ύπνος


ύπνος
Προφορά

Ετυμολογία
ύπνος αρχαία ελληνική ὕπνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ύπνος

✦ φυσιολογική, περιοδική, αμέσως αντιστρεπτή κατάσταση του οργανισμού που χαρακτηρίζεται από αναστολή της λειτουργίας της συνειδήσεως, κατάργηση της κινητικής ικανότητας, μυϊκή χαλάρωση και υπολειτουργία των συστημάτων
(μτφ. ) κάθε διανοητική ή ψυχική αδράνεια
✦ αιώνιος ύπνος, ο θάνατος
✦ φρ. κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, κοιμάται γαλήνια, αδιατάρακτα, με ήσυχη τη συνείδηση – καθ’ ύπνους, στο όνειρο – είδα στον ύπνο μου, ονειρεύτηκα – ούτε στον ύπνο του δεν το ‘χει δει, δεν το ήλπιζε – πιάνω κάποιον στον ύπνο, τον βρίσκω απροετοίμαστο – στον ύπνο του τα είδε, είναι δημιουργήματα της φαντασίας του

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξύπνος, εγρήγορση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.