ύπαρξη


ύπαρξη
Προφορά

Ετυμολογία
ύπαρξη αρχαία ελληνική ὕπαρξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ύπαρξη

✦ η κατάσταση του υπαρκτού, το να υπάρχει κανείς, υπόσταση, οντότητα: δεν πιστεύει στην ύπαρξη φαντασμάτων
✦ το να υπάρχει κάτι: η ύπαρξη των εγγράφων
✦ η ζωή του ανθρώπου
✦ ο άνθρωπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.