ύλη
Προφορά
Ετυμολογία
ύλη αρχαία ελληνική ὕλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ύλη
✦ καθετί που έχει όγκο, βάρος και μάζα
✦ εκείνο από το οποίο συνίσταται κάθε πράγμα
✦ (μτφ. ) το περιεχόμενο βιβλίου ή άλλων εντύπων: επιμέλεια ύλης |το περιεχόμενο, το σύνολο των γνώσεων σχολικού μαθήματος: θέματα εκτός ύλης – διδακτέα ύλη
✦ φυσιολογικό ή παθολογικό έκκριμα του σώματος
✦ ο υλικός κόσμος και οι σαρκικές απολαύσεις (σε αντίθεση προς το πνεύμα και την ψυχή)
✦ τα επί μέρους στοιχεία σύνθεσης πριν από την επεξεργασία ή την προσαρμογή
✦ πρώτες ύλες, υλικά πριν από την επεξεργασία τους
✦ γραφική ύλη, τα απαραίτητα για γραφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–