ύβος


ύβος
Προφορά

Ετυμολογία
ύβος αρχαία ελληνική ὗβος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ύβος

✦ εξόγκωμα της ράχης, καμπούρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.