όψομαι


όψομαι
Προφορά

Ετυμολογία
όψομαι – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
όψομαι

✦ ρ. μέλλ. του αρχαία ελληνική ρ. ὁρ[ù· εύχρ. στο α΄ πληθ. πρόσ. οψόμεθα, θα δούμε – φρ. ας όψεται, για κάποιον που του αποδίδονται ευθύνες ή κατηγορίες για κάτι: ας όψεται ο υπουργός που κατήργησε τον νόμο – οψόμεθα εις Φιλίππους, θα έρθει η στιγμή της τελικής αναμέτρησης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.