όψιμος
Προφορά
Ετυμολογία
όψιμος αρχαία ελληνική ὄψιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ όψιμος -η, -ο
✦ που γίνεται ή γεννιέται αργά, καθυστερημένα
✦ (βοταν.) που ωριμάζει αργά: όψιμοι καρποί
✦ (μτφ. ) που εκδηλώνεται καθυστερημένα: όψιμος ζήλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πρώιμος
Επιρρήματα
όψιμα (Κ οψίμως)