όψη


όψη
Προφορά

Ετυμολογία
όψη αρχαία ελληνική ὄψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η όψη

✦ βλέμμα, κοίταγμα
✦ το μέρος ενός πράγματος που βλέπομε, η επιφάνειά του
✦ μορφή, εξωτερική εμφάνιση
✦ πρόσωπο ή έκφραση προσώπου: κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη (Διον. Σολωμός)
✦ τρόπος εξέτασης ενός θέματος, άποψη: να γυρέψει καινούριες όψεις της αλήθειας (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. εκ πρώτης όψεως, από την πρώτη εντύπωση, χωρίς βαθύτερη παρατήρηση και εξέταση – τον (την) γνωρίζω εξ όψεως, απλώς τον (την) έχω δει, χωρίς να έχω προσωπική γνωριμία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.