όχος


όχος
Προφορά

Ετυμολογία
όχος αρχαία ελληνική ὄχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο όχος

✦ δίτροχο όχημα χωρίς πλευρές για μεταφορά βαριών αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.