όχλος


όχλος
Προφορά

Ετυμολογία
όχλος αρχαία ελληνική ὄχλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο όχλος

✦ πλήθος ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί και συνενωθεί με άτακτο τρόπο
✦ η κατώτατη κοινωνική τάξη, η λαϊκή μάζα
✦ (κοινωνιολ.) σύνολο ανθρώπων με διαφορετική παιδεία και ιδεολογία, που συνδέεται και δρα υπό την επίδραση συγκινησιακών φορτίσεων: δημιουργείται μια επικίνδυνη ένταση και τα άτομα μεταβάλλονται σε όχλο (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.