όσος


όσος
Προφορά

Ετυμολογία
όσος αρχαία ελληνική ἄσος

Ερμηνεία
όσος

✦ -η, -ο αναφ. αντων. (Κ -η, -ον) τόσο μεγάλος ή τόσος πολύς όπως και άλλος, ίσος με άλλον
✦ οποιοσδήποτε (σε μέγεθος, ποσό, ένταση κτλ.)
✦ όλος, ολόκληρος
✦ φρ. όσα όσα ή όσο όσο, σε οποιαδήποτε τιμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.