όσο
Προφορά
Ετυμολογία
όσο └ουδ┘ της αντων. όσος
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ όσο
✦ (Κ όσον) σε οποιαδήποτε ποσότητα, ένταση, τιμή, πλήθος, μέγεθος κτλ.
✦ για να δηλώσει αναφορά: όσο γι’ αυτό, μην ανησυχείς
✦ (ως σύνδ.) ωσότου, εφόσον
✦ φρ. όσον αφορά ή όσο για, ως προς, σε σχέση με
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–