όρυζα


όρυζα
Προφορά

Ετυμολογία
όρυζα μεταγενέστερη ελληνική ὄρυζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η όρυζα

✦ αγρωστώδες υδροχαρές φυτό και ο φαγώσιμος σπόρος του, το ρύζι
✦ φρ. βράσε όρυζα, για κατάσταση που εξελίσσεται δυσμενώς ή για να δηλωθεί πλήρης αδιαφορία για κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.