όρσε


όρσε
Προφορά

Ετυμολογία
όρσε όρισε, προστ. του ορίζω

Ερμηνεία
επιφώνημα┘ όρσε

✦ ορίστε, ιδού, να (με σκωπτική ή υβριστική σημασία)
✦ φρ. όρσε, γαμπρέ, κουφέτα, για πρόσωπο που κάνει κάτι άκαιρα ή αδέξια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.