όρμος


όρμος
Προφορά

Ετυμολογία
όρμος αρχαία ελληνική ἄρμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο όρμος

✦ μέρος της θάλασσας που εισχωρεί στην ξηρά, μικρότερο από τον κόλπο, και είναι κατάλληλο για την ασφαλή αγκυροβόληση πλοίων: το βαπόρι μπήκε στα γαλήνια νερά κάποιου όρμου (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.