όρθρος


όρθρος
Προφορά

Ετυμολογία
όρθρος αρχαία ελληνική ὄρθρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο όρθρος

✦ χαραυγή, χαράματα
✦ (εκκλ.) ακολουθία που ψάλλεται κατά τα χαράματα, πριν από τη λειτουργία

Συνώνυμα

Αντίθετα
εσπερινός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.