όρειος
Προφορά
Ετυμολογία
όρειος αρχαία ελληνική ὄρειος
Ερμηνεία
όρειος
✦ -εία, -ειο επίθ. (Κ -εία κ. -ειος, -ειον) που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός
✦ (ορυκτ.) ορεία κρύσταλλος, ποικιλία του πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, που έχει αξία πολύτιμου λίθου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–