όραμα


όραμα
Προφορά

Ετυμολογία
όραμα αρχαία ελληνική ἄραμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το όραμα

✦ ό,τι βλέπει κανείς, όταν βρίσκεται σε έκσταση
✦ όνειρο
✦ ιδεατή μορφή προσωπικού ή κοινωνικού μέλλοντος που προσδοκάται ή προγραμματίζεται: ήταν η Μεγάλη Ιδέα, το προαιώνιο όραμα των υποδουλωμένων… το όραμα που είχε γεννηθεί μέσα στις φλόγες της Άλωσης (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (πολιτ.) η ικανότητα σχεδιασμού μιας πολιτικής με προβολή στο μέλλον, πολιτικής που χαρακτηρίζεται από προνοητικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.