όξινος
Προφορά
Ετυμολογία
όξινος μεσαιωνική ελληνική ὄξινος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ όξινος -η, -ο
✦ που παράγεται από το ξίδι ή έχει γεύση όμοια με το ξίδι, ξινός
✦ (χημ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα οξέα: όξινον άλας (που περιέχει οξύ) – όξινη αντίδραση (που αποδεικνύει την παρουσία οξέος)
✦ όξινη βροχή, βροχή στην οποία έχουν διαλυθεί χημικές ουσίες που αποβάλλονται στην ατμόσφαιρα ιδ. από τα εργοστάσια, η οποία βλάπτει δέντρα, σπαρτά κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–