όνυχας


όνυχας
Προφορά

Ετυμολογία
όνυχας αρχαία ελληνική ὄνυξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο όνυχας

✦ κεράτινο πέταλο που καλύπτει τα άκρα των δαχτύλων του ανθρώπου και πολλών ζώων, νύχι: φρ. εξ απαλών ονύχων, από πολύ μικρή ηλικία – φρ. εξ όνυχος τον λέοντα, από μικρή ένδειξη αναγνωρίζεται ο σπουδαίος άνθρωπος ή ο χαρακτήρας κάποιου
✦ η οπλή των ιπποειδών
✦ είδος ημιπολύτιμου λίθου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.