όνειρο


όνειρο
Προφορά

Ετυμολογία
όνειρο αρχαία ελληνική ὄνειρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το όνειρο

✦ (Κ όνειρον) σειρά γεγονότων ή παραστάσεων που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου και στις οποίες παρίσταται αυτός που κοιμάται: την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν στο γλυκοχάραμα της μέρας (Γ. Σεφέρης)
✦ ονειροπόλημα, φαντασιοκόπημα
✦ καθετί το απραγματοποίητο
✦ διακαής πόθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.