όναγρος


όναγρος
Προφορά

Ετυμολογία
όναγρος μεταγενέστερη ελληνική ὄναγρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο όναγρος

✦ ο ασιατικός αγριογάιδαρος, που είναι μικρόσωμος, με ανοιχτό μπεζ χρώμα και αρκετά μεγάλα αφτιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.