όμφαξ
Προφορά
Ετυμολογία
όμφαξ αρχαία ελληνική ὄμφαξ
Ερμηνεία
όμφαξ
✦ -ακος (ο, η) ουσ. άγουρο σταφύλι
✦ φρ. όμφακές εισι, (από τον Αισώπειο μύθο) γι’ αυτούς που προσποιούνται τους αδιάφορους για όσα δεν μπορούν να πετύχουν· πρβλ. όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–