όμοιος
Προφορά
Ετυμολογία
όμοιος αρχαία ελληνική ἄμοιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ όμοιος -α, -ο
✦ που έχει τα ίδια ή περίπου τα ίδια γνωρίσματα (σχήμα, μορφή, ιδιότητες κτλ.) με άλλον
✦ ισάξιος, ισοδύναμος, ισότιμος
✦ φρ. όμοιος ομοίω αεί πελάζει, άνθρωποι με όμοιο χαρακτήρα, κοινωνική θέση, συμφέροντα, μόρφωση κτλ. αναπτύσσουν αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους – ανταποδίδω τα όμοια, εκδικούμαι με τρόπο όμοιο με τον τρόπο που με έβλαψε κάποιος
✦ (μαθημ.) όμοια σχήματα, τα σχήματα που έχουν τον ίδιο αριθμό πλευρών και γωνιών και τις μεν πλευρές ανάλογες, τις δε γωνίες ίσες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανόμοιος, διαφορετικός
Επιρρήματα
όμοια (Κ ομοίως) με τον ίδιο τρόπο, επίσης