όμμα


όμμα
Προφορά

Ετυμολογία
όμμα αρχαία ελληνική ὄμμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το όμμα

✦ οφθαλμός, μάτι: κι υγραίνεται τ’ όμμα μητρός γηραιάς (Σπ. Βασιλειάδης)
✦ βλέμμα, ματιά
(μτφ. ) τρύπα, δακτύλιος
✦ φρ. τυφλοίς όμμασι, με τυφλή εμπιστοσύνη – υπό τα όμματα, μπροστά στα μάτια, ενώπιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.