όμιλος
Προφορά
Ετυμολογία
όμιλος αρχαία ελληνική ἄμιλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο όμιλος
✦ σύνολο συγκεντρωμένων προσώπων
✦ (συνεκδ.) εταιρεία, σύλλογος: αθλητικός – ψυχαγωγικός όμιλος
✦ (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα
Συνώνυμα
ομάδα, παρέα, συντροφιά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–