όμηρος
Προφορά
Ετυμολογία
όμηρος αρχαία ελληνική ἄμηρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η όμηρος
✦ πρόσωπο που δίνεται ως εγγύηση για την εκτέλεση συμφωνίας ή συνθήκης
✦ (ειδ.) πολίτης που απάγεται από εχθρικά στρατεύματα ή αντιπάλους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–