όλος


όλος
Προφορά

Ετυμολογία
όλος αρχαία ελληνική ἄλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ όλος -η, -ο

✦ ολόκληρος
✦ (για πλήθος προσ. ή πραγμ.) καθένας χωριστά ή άπαντες
✦ (με άρθρο) ολικός, συνολικός
✦ φρ. όλοι – όλοι κ. όλα – όλα, συνολικά όλα κι όλα, δέχομαι τα πάντα, εκτός απ’ αυτό – με τα όλα του, χωρίς να του λείπει τίποτε
✦ ουδ. το όλον ως ουσ., βλ. λ.
✦ ουδ. όλο ως επίρρ., βλ. λ.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
όλως: φρ.όλως διόλου (ολοκληρωτικά)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.